σπούδαμα

σπούδαμα
το, Ν
βλ. σπούδασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπούδασμα — το, ΝΜΑ, και σπούδαγμα και σπούδαμα, Ν [σπουδάζω] καθετί που υπήρξε αντικείμενο ή δημιούργημα σπουδής, προσεκτικής μελέτης και προσπάθειας (α. «και μαθαίνει γράμματα, γράμματα σπουδάματα» β. «ἐξιστάμενος τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”